-
1 εὐ-κῑων
εὐ-κῑων, ονος, mit schönen Säulen, αὐλαὶ ϑεῶν Eur. Ion 186; νηός Byz. an. 4 (IX, 697).
См. также в других словарях:
ευκίων — εὐκίων, ονος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους κίονες («εὐκίονες ἦσαν αὐλαὶ θεῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κίων «κολόνα»] … Dictionary of Greek